- ὀνοματογραφία
- ὀνοματογραφίᾱ , ὀνοματογραφίαwriting of namesfem nom/voc/acc dualὀνοματογραφίᾱ , ὀνοματογραφίαwriting of namesfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοματογραφία — ὀνοματογραφία, ἡ (Α) 1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο 2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + γραφία*] … Dictionary of Greek
ὀνοματογραφίαν — ὀνοματογραφίᾱν , ὀνοματογραφία writing of names fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματογραφίαις — ὀνοματογραφία writing of names fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek